- ακράαντος
- ἀκράαντος, -ον (Α)ο ἄκραντος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκράαντος — ἀκρά̱αντος , ἀκράαντος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < … Dictionary of Greek
ἀκράαντον — ἀκρά̱αντον , ἀκράαντος masc/fem acc sg ἀκρά̱αντον , ἀκράαντος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράαντα — ἀκρά̱αντα , ἀκράαντος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)